- επιμανδαλωτόν
- ἐπιμανδαλωτόν, τὸ (Α)ηδονικό φιλί, όπως το καταγλώττισμα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μανδαλωτόν (< μάνδαλος «παθητικό φιλί»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κἀπιμανδαλωτόν — ἐπιμανδαλωτόν , ἐπιμανδαλωτόν a lascivious kiss neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)